Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μισοκλέβω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μισοκλέβω.
  • Κλέβω μέρος ενός συνόλου:
    • ’Ολα τα εμισόκλεψε λοιπόν τα πράγματά της (Αιτωλ., Μύθ. 208).

[<μισο‑ + κλέβω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες