Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μισο
54 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μισο- 1 [miso] & μισό- [misó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & μισ- 1 [mis], συνήθ. όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει το ένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία χωρίζεται αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται το β' συνθετικό: ~βάρελο, μισόκιλο· ~τιμής. || ~φέγγαρο. || πολλές φορές εναλλάσσεται με το α' συνθετικό μεσο-1: ~χείμωνο, ~σαράκοστο, μισόστρατο· ~καμπίς, ~στρατίς· ~φόρι, μεσοφόρι. 2. (σε σύνθετα επίθετα) δηλώνει την απουσία κάποιων από τα χαρακτηριστικά στοιχεία που συνεπάγεται αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό· (πρβ. ημι-): ~αδειανός, ~γεμάτος, μισόγυμνος, ~κακόμοιρος, ~πάλαβος, μισότρελος, σχεδόν άδειος, γεμάτος κτλ. 3. (σε σύνθετα ρήματα και τα παράγωγά τους) δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος κάνει ή υφίσταται την ενέργεια του ρήματος σε μικρό βαθμό, λίγο, ελαφρά: μισανοίγω, ~κλείνω, ~κοιμάμαι· ~είμαι, ~θέλω, είμαι και δεν είμαι, θέλω και δε θέλω. || μισάνοιχτος, μισόκλειστος. 4. (κυρ. σε σύνθεση με μππ.) δηλώνει ότι δεν έχει συντελεστεί τελείως η ενέργεια, διαδικασία κτλ. που εκφράζει ο ρηματικός τύπος που υπάρχει ως β' συνθετικό: ~γκρεμισμένος, ~πεθαμένος, ~σβησμένος, ~τελειωμένος. || σε περιπτώσεις χαλαρής σύνθεσης μπορεί να συντίθεται, ανάλογα με την περίσταση, και με το ρήμα είναι της φράσης: Είναι ~βρασμένο και ~είναι βρασμένο.

[μσν. μισ(ο)- θ. του επιθ. μισ(ός) -ο- ως α' συνθ.: μσν. μισο-κρυμμένος & παρετυμ. μεσο- (< παλ. μέσος), μέσ(η): μεσο-φόρι > μισο-φόρι, μεσο-χώρι > μισο-χώρι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μισο- 2 & μισ- 2, όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετα συνήθ. ουσιαστικά· δηλώνει το πρόσωπο που μισεί, απεχθάνεται αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: μισάνθρωπος, ~γύνης· μισαλλόδοξος· μισέλληνας, ANT φιλέλληνας.

[λόγ. < αρχ. μισ(ο)- θ. του ρ. μισ(ῶ) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. μισ-άνθρωπος, μισ-έλλην, ελνστ. μισο-γύνης (τίτλος κωμωδίας του Μενάνδρου)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μισοάδειος -α -ο [misoáδjos] Ε4 : που είναι άδειος κατά το ήμισυ: Mισοάδειο μπουκάλι / ποτήρι. Mισοάδεια αίθουσα.

[μισο- 1 + άδειος]

[Λεξικό Κριαρά]
μισοάνθρωπος ο· μισάνθρωπος.
  • (Προκ. για σάτυρο) αυτός που είναι κατά το ήμισυ άνθρωπος:
    • μισάνθρωπε, μισοτραγί (Πιστ. βοσκ. II 7, 146).

[<επίθ. μισός + ουσ. άνθρωπος. Τ. μεσά‑ στο Βλάχ. Ο τ. στο Somav. Τ. ‑άρθ‑ σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μισοαποθαμένος, μτχ. επίθ.· ημισαποθαμένος· μεσαποθαμένος· μισαπεθαμένος· μισαποθαμένος· μισοπεθαμένος.
  • Που βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, μισοπεθαμένος:
    • έκειντο τα σώματα μισοαποθαμένα (Βέλθ. 850· Πανώρ. Έ 283).

[<μισο‑ + μτχ. παρκ. του αποθαίνω. Ο τ. μεσα‑ στο Βλάχ. (με επίδρ. του επιθ. μέσος) και μισαπε‑ στο Somav. Ο τ. μισοπε‑ και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μισοβούτσιν το· μεσοβούτσιν· μισοβούτσι.
  • Βαρέλι με χωρητικότητα μισό «βουτσί»:
    • Φόρεμαν είχα τον ασκόν, καπάσιν μεσοβούτσιν (Κρασοπ. AO 101).

[<επίθ. μισός + ουσ. βουτσίν. Ο τ. στο Somav. (‑τζι)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μισοβυθίζομαι [misoviθízome] Ρ2.1β : βυθίζομαι κατά ένα μεγάλο μέρος σε υγρό: Mισοβυθισμένο καράβι.

[μισο- 1 + βυθίζομαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μισογεμάτος -η -ο [misojemátos] Ε3 : που είναι γεμάτος κατά το ήμισυ: Mισογεμάτη στάμνα. Mισογεμάτο λεωφορείο.

[μισο- 1 + γεμάτος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μισογκρεμισμένος -η -ο [misogremizménos] Ε3 : που έχει γκρεμιστεί κατά ένα μεγάλο μέρος: Mισογκρεμισμένο σπίτι.

[μισο- 1 + γκρεμισμένος μππ. του γκρεμίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μισόγυμνος -η -ο [misójimnos] Ε5 : που δεν είναι εντελώς γυμνός: Tα μισόγυμνα κλαδιά των δέντρων. || (για πρόσ.) ημίγυμνος.

[μισο- 1 + γυμν(ός) -ος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες