Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μισθωτής
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μισθωτής ο [misθotís] Ο7 θηλ. μισθώτρια [misθótria] Ο27 : (νομ.) αυτός που παίρνει ένα αγαθό με μίσθωση. ANT εκμισθωτής. || (για ακίνητο) ενοικιαστής: Ο ~ μετά τη λήξη της μίσθωσης υποχρεούται να επανορθώσει τις βλάβες που προκάλεσε στο μίσθιο.

[λόγ. < αρχ. μισθωτής· λόγ. μισθω(τής) -τρια]

[Λεξικό Κριαρά]
μισθωτής ο.
  • Ενοικιαστής:
    • (Βακτ. αρχιερ. 170).

[αρχ. ουσ. μισθωτής. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go