Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μισθοφόρος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μισθοφόρος ο [misθofóros] Ο18 : 1. στρατιωτικός, ιδίως ξένος, που κατατάσσεται και υπηρετεί με μοναδικό κίνητρο το μισθό: Ο Aλέξανδρος στο Γρανικό αντιμετώπισε περίπου είκοσι χιλιάδες Πέρσες κι άλλους τόσους Έλληνες μισθοφόρους. 2. (μειωτ.) για πρόσωπο που εξαγοράζεται εύκολα.

[λόγ. < αρχ. μισθοφόρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go