Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μισητής
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μισητής ο· μισιστής· μισωτής.
  • Αυτός που μισεί κάπ., εχθρός:
    • σύντριψε τ’ απάκια των αντιστεκουμένων του και των μισητάδων του (Πεντ. Δευτ. XXXΙIΙ 11
    • αναγράφω (ενν. εγώ, ο Θεός σου) κρίμα γονιών ιπί παιδιά … εις τους μισωτές μου (αυτ. Έξ. XX 5).

[<μισώ + κατάλ. ‑τής. Ο τ. ‑ωτής κατά βιασμό με επίδρ. του μισώ. Η λ. σε Γλωσσάρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες