Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μισεμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μισεμός ο [misemós] Ο17 : (λαϊκότρ.) το αποτέλεσμα του μισεύω: H πικρή ώρα του μισεμού.

[μισεύ(ω) -μός με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

[Λεξικό Κριαρά]
μισεμός ο,
βλ. μισευμός.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες