Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μις
158 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μις η [mís] Ο (άκλ.) : τίτλος που απονέμεται σε νέα κοπέλα, η οποία αναδείχτηκε νικήτρια σε καλλιστεία: H ~ Ελλάς / Ευρώπη / Kόσμος. Bγήκε ~ Yφήλιος.

[λόγ. < αγγλ. Miss]

[Λεξικό Κριαρά]
μισάγιος, επίθ.
  • Που μισεί τους αγίους:
    • Λέων ο Ίσαυρος, … ο μισάγιος και εναγής (Byz. Kleinchron. Á 13635).

[<μισώ + ουσ. άγιος. Η λ. τον 9. αι.]

[Λεξικό Κριαρά]
μισαδελφία η.
  • Μίσος, εχθρότητα προς τον αδελφό και γενικ. προς το συνάνθρωπο:
    • (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 838).

[μτγν. ουσ. μισαδελφία]

[Λεξικό Κριαρά]
μισάδελφος, επίθ.
  • Που μισεί τον αδελφό, που στρέφεται εναντίον του συνανθρώπου:
    • μισόθεοι, μισάδελφοι, αρπάκτες (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2771).

[μτγν. επίθ. μισάδελφος]

[Λεξικό Κριαρά]
μισάδι το.
  • Κοντός γυναικείος μανδύας:
    • (Κυπρ. ερωτ. 7614).

[<ουσ. μεσάλι με παρετυμ. επίδρ. του επιθ. μισός. Η λ. και τ. μεσάδι(ον) σε κείμ. του 15. αι. Τ. μεσάδιν σήμ. κυπρ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μισακάρης ο [misakáris] Ο11 θηλ. μισακάρισσα [misakárisa] Ο27 : (λαϊκότρ.) αγρότης που καλλιεργεί ένα χωράφι με το σύστημα της μορτής.

[μισακ(ός) -άρης· μισακάρ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Κριαρά]
μισακός, επίθ.,
βλ. μισιακός.
[Λεξικό Κριαρά]
μισάλιν το,
βλ. μενσάλιον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μισαλλοδοξία η [misaloδoksía] Ο25 : εχθρότητα και συνεπώς έλλειψη ανοχής για κάθε αντίθετη άποψη, θεωρία και ιδίως ιδεολογία: Θρησκευτική / εθνική / πολιτική ~. Ο Mεσαίωνας, εποχή αμάθειας και θρησκευτικής μισαλλοδοξίας.

[λόγ. μισαλλόδοξ(ος) -ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μισαλλόδοξος -η -ο [misalóδoksos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από μισαλλοδοξία: ~ άνθρωπος. Mισαλλόδοξη κοινωνία.

[λόγ. μισ(ώ) + αλλόδοξος κατά το ελνστ. μισόξενος `που μισεί τους ξένους΄]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...16   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες