Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μιναδόρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μιναδόρος ο [minaδóros] Ο18 : (λαϊκότρ.) α. τεχνίτης ειδικευμένος στο να ανοίγει μίνες. β. τεχνίτης ειδικευμένος στις εκρηκτικές ύλες. γ. μεταλλωρύχος.

[βεν. *minador -ος (πρβ. ιταλ. minatore)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες