Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μιμητικός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μιμητικός, επίθ.
  • Αξιομίμητος, που αξίζει να τον μιμούνται:
    • να δώσεις μιμητικόν παράδειγμα (Χριστ. διδασκ. 386).

[αρχ. επίθ. μιμητικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μιμητικός -ή -ό [mimitikós] Ε1 : 1. που μιμείται: Ο πίθηκος, αυτό το κατεξοχήν μιμητικό ζώο. 2. που αναφέρεται στη μίμηση: Mιμητική ικανότητα. ~ μορφασμός. Mιμητικές κινήσεις.

[λόγ. < ελνστ. μιμητικός (αρχ. μιμητική `η μιμητική τέχνη΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες