Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μιλιμετρέ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μιλιμετρέ [milimetré] Ε (άκλ.) : που είναι χωρισμένος σε μιλιμέτρ: Xαρτί ~.

[λόγ. < γαλλ. millimétré]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες