Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μιλιαράς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μιλιαράς ο.
  • Αυτός που κατασκευάζει, επισκευάζει και πουλεί μιλιάρια (βλ. ά. ‑ιν), λεβητοποιός, χαλκωματάς (εδώ ως πλανόδιος τεχνίτης ή πωλητής):
    • εδώ διαβαίνει ο μιλιαράς και καταπίασέ τον (Προδρ. ΙΙ 54-1 χφ H κριτ. υπ).

[<ουσ. μιλιάριν + κατάλ. ‑άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες