Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μιλιάριν
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μιλιάριν το.
  • Ψηλό χάλκινο καζάνι, πλατύτερο στη βάση και στενότερο προς τα επάνω, όπου ζεσταινόταν νερό συν. για οικιακή χρήση:
    • κόπτε ξύλον βάλε νερόν και φέρε το μιλιάριν (Προδρ. IV 112 χφ H κριτ. υπ).

[μτγν. ουσ. μιλιάριον (<λατ. miliarium)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες