Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μικρότητα η [mikrótita] Ο28 : α. η ιδιότητα ανθρώπου που χαρακτηρίζεται από ταπεινά, αναξιοπρεπή αισθήματα και μικροπρεπή συμπεριφορά· μικροπρέπεια. β. συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από ευτελή κίνητρα και προκαλεί την περιφρόνηση των άλλων· μικροπρέπεια.
[λόγ. < αρχ. μικρότης, αιτ. -ητα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μικρότητα η.
-
- Μικρό μέγεθος· (εδώ προκ. για χωρητικότητα):
- η μικρότητα εκείνου του βουτσίου διά χορτασμόν δεν ήτονε (Κρασοπ. S 73).
[αρχ. ουσ. μικρότης. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Μικρό μέγεθος· (εδώ προκ. για χωρητικότητα):