Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μικρόσχημος, επίθ.
-
- (Εκκλ. προκ. για μοναχό) που φορεί το «μικρό σχήμα», αρχάριος, εισαγωγικός μοναχός:
- οι μικρόσχημοι δεν είναι τέλειοι μοναχοί, …, μόνον εισίν ομολογηταί της παρθενίας (Βακτ. αρχιερ. 165).
[<επίθ. μικρός + ουσ. σχήμα. Η λ. τον 4. αι. (TLG)]
- (Εκκλ. προκ. για μοναχό) που φορεί το «μικρό σχήμα», αρχάριος, εισαγωγικός μοναχός:



