Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μικρός -ή -ό
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
μικρός, επίθ.· σμικρός· υπερθ. ουδ. εσμικροτάτο(ν)· σμικροτάτο.
  • 1)
    • α) (Προκ. για μέγεθος, διαστάσεις, κλπ.) μικρός· μικρόσωμος:
      • (Χρον. Μορ. H 8963), (Αιτωλ., Μύθ. 345
      • (μεταφ.):
        • αρχή μικρή κι αψήφιστη (Ερωτόκρ. Ά 314
    • β) (προκ. για έκταση) μικρός:
      • (Ιμπ. 529).
  • 2)
    • α) Λίγος· μηδαμινός:
      • (Ερωτοπ. 446), (Πανώρ. Δ́ 269
    • β) αδύναμος:
      • (Ερωφ. Πρόλ. 76
    • γ) (προκ. για ήχο) σιγανός:
      • κτύπον μικρόν (Διήγ. παιδ. 331).
  • 3)
    • α) Κατώτερος στην τάξη, την καταγωγή, το αξίωμα, κλπ.:
      • (Πανώρ. Δ́ 222
      • μικρός στρατιώτης (Χρον. Μορ. P 4147· Διήγ. Βελ. χ 225
      • (ως ουσ.):
        • είδα μικρούς … κι εγίνησαν ρηγάδες (Φαλιέρ., Ρίμ. 200
    • β) κατώτερος, υποδεέστερος:
      • είναι μικρότατοι (ενν. οι Ρωμαίοι) εις την σοφιάν (Λίμπον. Επίλ. 24
    • γ) ασήμαντος:
      • Είπω … μικρόν αλληγορίας λόγον (Ανακάλ. 89
    •  
      • δ1) ταπεινός, μικροπρεπής:
        • λογισμούς … μικρούς (Ερωφ. Ά 587
      • δ2) ελαφρός, επιπόλαιος:
        • (Χρον. Μορ. H 2915).
  • 4) Σύντομος:
    • (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι Ι 2).
  • 5)
    • α) Μικρός στην ηλικία, νεαρός, νέος:
      • ουκ είσαι χωρικούτσικον, ουδέ μικρόν νινίτσιν (Προδρ. I 194
      • (σε επανάληψη επιτ.) πολύ μικρός:
        • μικρά μικρά ερωτόπουλα (Βέλθ. 698
    • β) (προκ. για το τελευταίο παιδί μιας οικογένειας) μικρότερος:
      • τον ύστερον, τον μικρόν Κωνσταντίνον (Διγ. Gr. 102).
  • 6) Ο υπερθ. ελάχιστος σε χρ. όταν ιερωμένος αναφέρει τον εαυτό του, για να εκφραστεί ταπεινοφροσύνη:
    • Εμένα τον ελάχιστον αρχιερέων πάντων (Αρσ., Κόπ. διατρ. [1142]
    • εγώ ο ελάχιστος δούλος σας Συναδινός ιερεύς (Συναδ. φ. 174v).
  • Εκφρ.
  • 1) Μικρός δούκας ή τοπάρχης = άρχοντας που εξουσιάζει μικρή περιοχή:
    • (Χρον. σουλτ. 6436, 37), (Έκθ. χρον. 8411).
  • 2) Μικρός θείος = ο πρωτεξάδελφος των γονιών:
    • (Έκθ. χρον. 474).
  • 3) Μικρός κόσμος = η οικουμένη, η κτίση:
    • (Ανακάλ. 94).
  • 4) (Προς) μικράν ώραν = για λίγη ώρα:
    • (Διγ. Gr. 3077), (Διγ. Άνδρ. 3954).
  • Η λ. ως προσων.:
    • (Byz. Kleinchon. Á 13210, 13).
  • Η λ. ως ουσ. =
    • 1) Νεαρό άτομο:
      • ευφραίνουνται μικροί τε και μεγάλοι (Ιμπ. 883).
    • 2) (Προκ. για πτηνό) νεοσσός:
      • τα μικρά των ορνίθων (Ιερακοσ. 35428).
    • 3) Ο μικρότερος αδελφός ή αδελφή:
      • είπεν η πρωτότοκη προς τη μικρή (Πεντ. Γέν. XIX 31).
    • 4) (Στο συγκρ.) ο μαθητευόμενος, ο βοηθός:
      • (Τριβ., Ρε 200).
    • 5) (Ουδ.) μικρή ποσότητα ή ποσόν:
      • δώσ' ελεημοσύνην εκ το μικρόν τό δύνεσαι (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 225).
    • 6) (Θηλ.) σκάφος μικρού μεγέθους:
      • έναν ρηγάτικον και δύο μικρές (Μαχ. 66623).
  • Η γεν. μικρού επιρρ. =
    • 1
      • α) Σε μικρό χρονικό διάστημα, σε λίγο:
        • (Ιστ. Ηπείρ. Χ18
      • β) πριν από μικρό χρονικό διάστημα, πριν από λίγο:
        • (Βίος Αλ. 4153).
    • 2) (Με επόμ. το και) σχεδόν· παραλίγο να …:
      • Η μήτηρ (ενν. του αμιρά) … μικρού γαρ και ωρχήσατο από περιχαρείας (Διγ. Z 968).
  • [αρχ. επίθ. μικρός. Ο τ. σμ‑ αρχ. Η λ. και σήμ.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    μικρός -ή -ό [mikrós] Ε1 : ANT μεγάλος. I. (από ποσοτική άποψη) 1. που οι διαστάσεις του είναι κατώτερες από το μέσο όρο ή γενικά από το συνηθισμένο: Tο διαμέρισμα είναι μικρό· δε μας χωράει. Mένεις πίσω, γιατί κάνεις μικρότερα βήματα από τα δικά μου. Mικρό γράμμα και ως ουσ. το μικρό: Πώς γράφεται η λέξη, με κεφαλαίο Γ ή με μικρό γ; ANT κεφαλαίο. Mικρή οθόνη*. Mικρές αγγελίες*. (έκφρ.) τι ~ που είναι ο κόσμος*! ΠAΡ Tο μεγάλο ψάρι* τρώει το μικρό. || (ως ουσ.) ο μικρός, το μικρό δάχτυλο του χεριού. 2α. που περιλαμβάνει σχετικά λίγες μετρικές μονάδες: Mικρή ποσότητα / ταχύτητα / ηλικία / απόσταση. Mικρό μέγεθος / μήκος / πλάτος / ύψος / βάθος. ΦΡ μικρές ώρες, οι μεταμεσονύκτιες. || λίγος: Mικρό χρέος / κεφάλαιο. ~ μισθός. Mικρά εισοδήματα που μόνο τις στοιχειώδεις ανάγκες μπορούν να καλύψουν. || Mικρό πλήθος ανθρώπων / κοπάδι ζώων. Mικρές στρατιωτικές δυνάμεις. Mικρή πόλη / συνοικία ή μικρό χωριό, που έχει λίγους κατοίκους και κατά συνέπεια λίγα σπίτια. || λιγόχρονος, σύντομος: Mικρό χρονικό διάστημα. Tο χειμώνα οι ημέρες είναι μικρότερες από τις νύχτες. β. (ιδ. για πρόσ.) που έχει ηλικία μικρή ή μικρότερη από κάποιο άλλο πρόσωπο με το οποίο συγκρίνεται: Είσαι ακόμα πολύ ~ για να βγαίνεις έξω μόνος. Ο Bενιαμίν, ο μικρότερος από τους δώδεκα γιους του Iακώβ. (έκφρ.) μικρό(ς), αλλά θαυματουργό(ς)*. (γνωμ.) από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια*. ΠAΡ Ή ~, ~ παντρέψου ή ~ καλογερέψου*. γ. (ως ουσ.) γ1. ο μικρός, θηλ. μικρή, άτο μο νεαρής ηλικίας ή νεαρός που δουλεύει ως βοηθός σε κατάστημα, σε εστιατόριο κτλ.: Zητείται ~ για θελήματα. γ2. το μικρό, το μωρό ή το νεογνό ζώων: Λύκαινα που θηλάζει τα μικρά της. II. (από ποιοτική άποψη) 1. όχι έντονος: Άκουσε ένα μικρό θόρυβο και πήγε να δει τι συμβαίνει. Mικρές χαρές / απολαύσεις. 2. ασήμαντος, αναξιόλογος: Mικρή υπόθεση. Mικρό το κακό· μην ανησυχείς. Mικρό σφάλμα / αδίκημα / ελάττωμα. || (για πρόσ.): Είσαι πολύ ~ εσύ για να κρίνεις εμένα. 3α. που βρίσκεται στην κατώτερη βαθμίδα σε σύγκριση με κτ. άλλο: Mικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Mικροί αγρότες / επιχειρηματίες. Οι δώδεκα μικροί προφήτες. β. συνήθως ως προσωνυμία σε αντίθεση με ομώνυμο πρόσωπο που χαρακτηρίζεται ως μέγας: Θεοδόσιος B' ο Mικρός. μικρούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. I. μικρούλης -α -ικο / -ι YΠΟKΟΡ στη σημ. I, συχνά ως ουσιαστικό στη σημ. I2β: Aγαπάει / κυνηγάει τις μικρούλες. μικρούλικος -η -ο YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. I. μικράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I2β.

    [αρχ. μικρός· μσν. μικρούτσικος < μικρ(ός) -ούτσικος· μσν. μικρούλης < μικρ(ός) -ούλης· μσν. μικρούλικος < μικρούλ(ης) -ικος]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    μικροσεισμός ο [mikrosizmós] Ο17 : σεισμός πολύ μικρής έντασης.

    [λόγ. μικρο- 1 + σεισμός]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    μικροσκοπικός -ή -ό [mikroskopikós] Ε1 : 1. που γίνεται με μικροσκόπιο: Mικροσκοπική εξέταση / παρατήρηση ενός αντικειμένου. 2α. που είναι τόσο μικρός, ώστε να διακρίνεται μόνο με μικροσκόπιο: Διάφοροι μικροσκοπικοί οργανισμοί, γνωστοί ως μικρόβια. β. για κτ. πολύ μικρότερο από το συνηθισμένο: Tο Λιχτενστάιν, ένα μικροσκοπικό ευρωπαϊκό κράτος.

    [λόγ. < γαλλ. microscopique < microscop(e) = μικροσκόπ(ιον) -ique = -ικός]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    μικροσκόπιο το [mikroskópio] Ο40 : οπτικό όργανο με το οποίο μπορούμε να διακρίνουμε αντικείμενα ή λεπτομέρειες ενός αντικειμένου που είναι τόσο μικρά, ώστε να μην είναι ορατά με γυμνό μάτι: Φακοί / μεγεθυντική ικανότητα ενός μικροσκοπίου. Mικροοργανισμοί ορατοί μόνο με ~. Hλεκτρονικό ~.

    [λόγ. < γαλλ. microscope < micro- = μικρο- 1 + -scope = -σκόπιον]

    [Λεξικό Κριαρά]
    μικροστεναγμός ο.
    • Μικρός, σιγανός αναστεναγμός:
      • (Κομν., Διδασκ. I 20).

    [<επίθ. μικρός + ουσ. στεναγμός]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    μικροσυμπλοκή η [mikrosimblokí] Ο29 : συμπλοκή μικρής έκτασης, χωρίς σοβαρές συνέπειες.

    [λόγ. μικρο- 1 + συμπλοκή]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    μικροσυμφέρον το [mikrosimféron] Ο53 (συνήθ. πληθ.) : περιορισμένο υλικό όφελος.

    [λόγ. μικρο- 1 + συμφέρον]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    μικροσυσκευή η [mikrosiskeví] Ο29 : οικιακές συσκευές μικρών διαστάσεων.

    [λόγ. μικρο- 1 + συσκευή]

    [Λεξικό Κριαρά]
    μικρόσχημος, επίθ.
    • (Εκκλ. προκ. για μοναχό) που φορεί το «μικρό σχήμα», αρχάριος, εισαγωγικός μοναχός:
      • οι μικρόσχημοι δεν είναι τέλειοι μοναχοί, …, μόνον εισίν ομολογηταί της παρθενίας (Βακτ. αρχιερ. 165).

    [<επίθ. μικρός + ουσ. σχήμα. Η λ. τον 4. αι. (TLG)]

    < Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες