Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μικροσκοπικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικροσκοπικός -ή -ό [mikroskopikós] Ε1 : 1. που γίνεται με μικροσκόπιο: Mικροσκοπική εξέταση / παρατήρηση ενός αντικειμένου. 2α. που είναι τόσο μικρός, ώστε να διακρίνεται μόνο με μικροσκόπιο: Διάφοροι μικροσκοπικοί οργανισμοί, γνωστοί ως μικρόβια. β. για κτ. πολύ μικρότερο από το συνηθισμένο: Tο Λιχτενστάιν, ένα μικροσκοπικό ευρωπαϊκό κράτος.

[λόγ. < γαλλ. microscopique < microscop(e) = μικροσκόπ(ιον) -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go