Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μικροπωλητής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικροπωλητής ο [mikropolitís] Ο7 : μικρέμπορος που ασχολείται μόνο με λιανική πώληση και δε διαθέτει κατάστημα: H αστυνομία απομάκρυνε τους πάγκους των μικροπωλητών από την κεντρική αγορά.

[λόγ. μικρο- 1 + πωλητής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες