Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μικροπρόσωπος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μικροπρόσωπος, επίθ.
  • Που έχει μικρό πρόσωπο:
    • (Μπερτόλδος 6).

[<επίθ. μικρός + ουσ. πρόσωπον. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες