Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μικρομεσαίος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικρομεσαίος -α -ο [mikromeséos] Ε4 : που από οικονομική άποψη κατατάσσεται ανάμεσα στις ασθενέστερες και στις μεσαίες κοινωνικοοικονομικές τάξεις: Mικρομεσαίοι αγρότες / επιχειρηματίες. Mικρομεσαίες επιχειρήσεις. || (ως ουσ.) ο μικρομεσαίος, για επαγγελματία ή για επιχειρηματία που από οικονομική άποψη κατατάσσεται ανάμεσα στις ασθενέστερες και στις μεσαίες κοινωνικοοικονομικές τάξεις: Δάνεια στους μικρομεσαίους.

[λόγ. μικρο- 1 + μεσαίος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες