Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μικροκέφαλος, επίθ.
-
- Πού έχει μικρό κεφάλι:
- μικροκέφαλον (ενν. ορτύκιν) (Πουλολ. 474).
[αρχ. επίθ. μικροκέφαλος. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- Πού έχει μικρό κεφάλι:



