Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μικροβιολόγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικροβιολόγος ο [mikroviolóγos] Ο18 θηλ. μικροβιολόγος [mikrovio lóγos] Ο35 : επιστήμονας ειδικός στη μικροβιολογία. || Γιατρός ~.

[λόγ. < γαλλ. microbiologiste < microbio = μικρόβιο(ν) + -logiste = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go