Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μικροέξοδο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικροέξοδο το [mikroéksoδo] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : μικρά καθημερινά έξοδα.

[λόγ. μικρο- 1 + έξοδον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες