Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μικρεμπόριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικρεμπόριο το [mikrembório] Ο40 : εμπόριο που διακινεί μικρές ποσότητες αγαθών, κυρίως για λιανική πώληση.

[λόγ. μικρέμπορ(ος) -ιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες