Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μικραίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικραίνω [mikréno] Ρ7.4α : ANT μεγαλώνω. 1α. γίνομαι πιο μικρός: Λες και μίκρυνε το δωμάτιο τώρα που το επιπλώσαμε. Mίκρυνε ένα ρούχο, έγινε στενό και κοντό. Kαθώς πλησιάζει ο χειμώνας, οι ημέρες αρχίζουν να μικραίνουν. ΠAΡ Mεγάλωσε το γαϊδουράκι* και μίκρυνε το σαμαρά κι. β. κάνω κτ. πιο μικρό: ~ μία ποσότητα, τη μειώνω. H απόσταση μικραίνει τα αντικείμενα, τα κάνει να φαίνονται πιο μικρά. 2. (για πρόσ.) γίνομαι και ιδίως φαίνομαι πιο νέος: Kάθε φορά που τη βλέπω νομίζω ότι μικραίνει, δείχνει όλο και πιο νέα. Σε μικραίνουν τα κοντά μαλλιά.

[μσν. μικραίνω < μικρ(ός) -αίνω ή ελνστ. μικρ(ύνω) μεταπλ. -αίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
μικραίνω· σμικραίνω — σμικρύνω· αόρ. εμίκρανα· εμίκρυνα.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1)
        • α) Κάνω κ. μικρότερο· ελαττώνω, μειώνω:
          • θαρρεί πως είναι άξα τιμή περίσσα να μικρύνει (Πανώρ. Δ́ 341
        • β) υποτιμώ:
          • το κατόρθωμα … πολλοί εναντίοι θέλουσι … να το σμικρύνουν (Κύριλλ. Κων/π. 375).
      • 2) Συντομεύω:
        • να αυξηθούσι (ενν. οι κανόνες της Εκκλησίας) ή να τους μικρύνουν (Χριστ. διδασκ. 500).
    • Β́ Αμτβ.
      • 1) Γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι, λιγοστεύω:
        • εκ το μέρος το εμόν … ου μη μικρύνει τίποτες· πάντα εις εσέ να στέκω (Πόλ. Τρωάδ. 5797).
      • 2) (Μεταφ.) υποβιβάζομαι κοινωνικά, ξεπέφτω:
        • είδα … αφέντες κι εμικράνασι (Φαλιέρ., Ρίμ. 199).
  • II. (Μέσ., μεταφ.) νιώθω μικρός, ασήμαντος:
    • σμικραίνομαι τηρώντα σε, Θεέ (Σκλέντζα, Ποιήμ. 64).

[<αρχ. μικρύνω. Ο τ. σμικρύνω ήδη μτγν. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες