Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μικράτα τα [mikráta] Ο39 : (λογοτ., λαϊκότρ.) η παιδική ηλικία του ανθρώπου: Aπό τα ~ του ως τα βαθιά γεράματα. Παίζει τώρα που μεγάλωσε μια και δεν έπαιξε στα ~ του.
[μικρ(ός) -άτα κατά τα νιάτα]