Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μικι%
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικιμάους ο [míkimáus] ιδίως στη σημ. 1 & μικιμάους το [míkimáus] ιδίως στη σημ. 2 Ο (άκλ.) : 1α. μικρός, έξυπνος ποντικός που αποτελεί μία από τις βασικότερες μορφές στα κινούμενα σχέδια του Nτίσνεϊ. β. καθεμία από τις μορφές που εμφανίζονται στα κινούμενα σχέδια του Nτίσνεϊ. 2α. κινούμενα σχέδια ιδίως με μικιμάους: Πριν από το φιλμ είδαμε ένα ~. β. βιβλίο με μικιμάους: Διαβάζει / του αρέσουν τα ~.

[αγγλ. Mickey Mouse (το αρσ. κατά τη λ. ποντικός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go