Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μιζαμπλί
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μιζαμπλί η [mizamplí] & μιζαμπλί το [mizamplí] Ο (άκλ.) : κομμωτική διαδικασία με την οποία δίνουν στα βρεγμένα μαλλιά ορισμένη μορφή η οποία διατηρείται, όταν αυτά στεγνώσουν: Έκανε τα μαλλιά της ~. Ρολά / μπικουτί για τη ~.

[λόγ. < γαλλ. (θηλ.) mise en plis]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες