Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μιζέρια
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μιζέρια η [mizérja] Ο25α : 1. φτώχεια και κακομοιριά ως χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ζωής: Zωή γεμάτη ~. Mαύρη ~. Πρόσφυγες / μετανάστες που ζουν μέσα στη ~. 2. παραλλαγή της πόκας, κατά την οποία κερδίζει αυτός που έχει το χειρότερο χαρτί.

[ιταλ. miseria με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μιζέρια η.
  • Αθλιότητα:
    • κρίματα και μιζέριες έμαθεν τον άνθρωπον η οκνιά (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 73).

[<ιταλ. miseria. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go