Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μιαμούνης ο.
-
- (Στην Κύπρο) αυτός που του έχουν δοθεί δικαιώματα, προνόμια (όπως φορολογικές απαλλαγές):
- άλλους εποίκαν (ενν. οι ρηγάδες) μιαμούνηδες διά ψυσικόν (Μαχ. 35429).
[<αραβ. méémoun (Χατζ., 61), αν όχι <αραβ. maymūn «τυχερός· ευλογημένος» (πβ. Καραποτόσογλου 1991: 315 σημ. 72)]
- (Στην Κύπρο) αυτός που του έχουν δοθεί δικαιώματα, προνόμια (όπως φορολογικές απαλλαγές):