Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μιαμουνάτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μιαμουνάτα τα.
  • Δικαιώματα, προνόμια, ελευθερίες ενός μιαμούνη (βλ. ά.):
    • τους πιον χαμηλούς εποίκεν τους να έχουν ελευθερίες, μιαμουνάτα διά να φραντζιάζουν (Μαχ. 2413).

[<ουσ. μιαμούνης + κατάλ. ‑άτα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες