Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μηχανορραφώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηχανορραφώ [mixanorafó] Ρ10.9α : επινοώ σχέδια ή κάνω ενέργειες που στρέφονται εναντίον κάποιου και χαρακτηρίζονται από μυστικότητα και δολιότητα: Mηχανορραφεί προσπαθώντας να εξουδετερώσει τους πολιτικούς του αντιπάλους.

[λόγ. < αρχ. μηχανορραφῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go