Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μηχανολόγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηχανολόγος ο [mixanolóγos] Ο18 θηλ. μηχανολόγος [mixanolóγos] Ο35 : μηχανικός που ασχολείται με τη μελέτη, την κατασκευή και τη λειτουργία μηχανών και μηχανικών εγκαταστάσεων: Hλεκτρολόγος ~. ~ μηχανικός.

[λόγ. μηχανο- + -λόγος απόδ. αγγλ. mechanical engineer· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go