Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηχανολογικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηχανολογικός -ή -ό [mixanolojikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στη μηχανή και ιδίως αποτελείται από μηχανές: ~ εξοπλισμός. Οι μηχανολογικές εγκαταστάσεις ενός εργοστασίου / ενός πλοίου. 2. που έχει σχέση με τη μηχανολογία ή με το μηχανολόγο: Mηχανολογικό σχέδιο. Mηχανολογική μελέτη κτιρίου, που αφορά τις μηχανολογικές του εγκαταστάσεις.

[λόγ. μηχανολογ(ία) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες