Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μηχανοκρατία η [mixanokratía] Ο25 : 1. γενίκευση της χρήσης ή της κυριαρχίας της μηχανής σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας: Aιώνας / εποχή της μηχανοκρατίας. 2. φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει ότι τα πάντα στον κόσμο λειτουργούν με βάση τους νόμους της μηχανικής.
[λόγ. μηχανο- + -κρατία απόδ. γαλλ. mécanisme]



