Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μηχανοδηγός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηχανοδηγός ο [mixanoδiγós] Ο17 : 1. ο οδηγός της μηχανής του τρένου. 2. πρακτικός μηχανικός που εποπτεύει τη λειτουργία ορισμένου μηχανήματος.

[λόγ. μηχαν(ο)- + οδηγός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go