Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μηχανικού
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηχανικού η [mixanikú] Ο37 : (προφ.) γυναίκα που χειρίζεται ορισμένο μηχάνημα και ιδίως ραπτομηχανή: Zητούνται μηχανικούδες για εργαστήριο γυναικείων ενδυμάτων.

[μηχανικ(ός) -ού]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go