Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηχανέλαιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηχανέλαιο το [mixanéleo] Ο41 : λάδι ειδικό για τη λίπανση μηχανών· μηχανόλαδο.

[λόγ. μηχαν(ή) + -έλαιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες