Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηχάνι
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
μηχάνι(ν) το· μεχάνι· μουχάνι(ν).
  • Φυσερό του σιδηρουργού:
    • (Πουλολ. 177).

[παλαιότ. ουσ. μηχάνιον (5. αι.) <μηχανή + κατάλ. ‑ίον. Οι τ., κ.ά. σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μηχανία η· μηχανιά.
  • 1)
    •  
      • α1) Πονηριά, πανουργία, δολιότητα:
        • η απιστιά, η μηχανία … τήν έχουσιν … οι δολερές γυναίκες (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2075
      • α2) (χωρίς αρνητ. περιεχόμενο) επινοητικότητα, εφευρετικότητα:
        • άνθρωπος στρατιώτης … αρμόζει να έχει μηχανιάν και φρόνεσιν (Χρον. Μορ. H 4932
    • β) χρησιμοποίηση δόλου, απάτη:
      • Η μηχανιά κι η πονηριά κερδίζει την αντρείαν (Χρον. Μορ. H 4907
    • γ) υστεροβουλία, υπολογισμός:
      • με μηχανιάν και φρόνεσιν έπιασεν κι ευλογήθην την θυγάτηρ του βασιλέως (Χρον. Μορ. H 1194
    • δ) φρ. μπαίνω εις μηχανιάν μετά … = σχεδιάζω, κάνω συμφωνία με κάπ. σκεπτόμενος πονηρά, υστερόβουλα:
      • (Ιμπ. (Legr.) 883.)>
  • 2) (Συν. στον πληθ.)
    •  
      • α1) απατηλό τέχνασμα, παγίδα:
        • ίνα νικήσῃς τας αυτού (ενν. του διαβόλου) … μηχανίας (Φυσιολ. (Legr) 391
        • μικρά πουλία, πιάνεις τα μετά μηχανιάς (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 114· 199
      • α2) (χωρίς αρνητ. περιεχόμενο) έξυπνο τέχνασμα, επινόημα, εφεύρημα:
        • να 'χετε φρόνησην πολλήν, να 'χετε μηχανίες, διατί έχουν οι πολιτικές έτοιμες προξενείες (Σαχλ. B́ PM 409
    • β) πολεμικό τέχνασμα, στρατήγημα:
      • μηχανιές μεγάλες εποίησαν με δύναμιν την Τροίαν ν’ αφανίσουν (Βυζ. Ιλιάδ. 953).

[<ουσ. μηχανή, πιθ. με επίδρ. του ουσ. μαγγανεία ή των αμηχανία, κακομηχανία, κ.ά. Η λ. τον 4. αι. (Steph.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηχανική η [mixanikí] Ο29 : κλάδος της φυσικής που μελετά την κίνηση των σωμάτων: Θεωρητική / εφαρμοσμένη ~. H ~ των στερεών / των υγρών. ~ των ουράνιων σωμάτων. || (επέκτ.) για κάθε σχετική θεωρία: H ~ του Nεύτωνα. Kβαντική ~.

[λόγ. < αρχ. μηχανική]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηχανικός ο [mixanikós] Ο17 θηλ. μηχανικός [mixanikós] Ο34 : 1. αυτός που διαθέτει τις σχετικές γνώσεις, ώστε να μπορεί να κάνει τη μελέτη, τη σχεδίαση και την επίβλεψη εργασιών που αφορούν μηχανήματα, δομικά έργα κτλ.: Διπλωματούχος ~. ANT πρακτικός ~. Σπουδάζει ~. Ένας ~ με δίπλωμα ανώτατης / ανώτερης / μέσης σχολής. Πολιτικός ~, που ασχολείται με τη μελέτη και την επίβλεψη της κατασκευής κτιρίων, γεφυρών, δρόμων κτλ. Xημικός ~, που ασχολείται με τις βιομηχανικές εφαρμογές της χημείας. Aρχιτέκτονας / μηχανολόγος / ηλεκτρολόγος / τοπογράφος ~. Πρώτος / δεύτερος / τρίτος ~ πλοίου. ~ αυτοκινήτων / αεροπλάνων. 2. (σπάν.) χειριστής μηχανήματος· (πρβ. μηχανικού).

[λόγ. < αρχ. μηχανικός σημδ. γαλλ. machiniste < machine < λατ. machina < αρχ. (δωρ. διάλ.) μαχανά (αττ., ιων. μηχανή) & σημδ. γαλλ. mécanicien < mécanique < λατ. mecanica < αρχ. μηχανική (πολιτικός μηχανικός: μτφρδ. γαλλ. ingénieur civil)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Κριαρά]
μηχανικός, επίθ.
  • 1) Ευφυής· επινοητικός, εφευρετικός:
    • (Έκθ. χρον. 722).
  • 2)
    • α) Δόλιος· ραδιούργος· ύπουλος:
      • το μηχανικόν … γένος, το των ευνούχων (Καλλίμ. 2286
      • μηχανική παγίδα (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1487
    • β) κατασκευασμένος με σκοπό να εξαπατήσει:
      • εποίησαν το ξυλάλογον μηχανικόν και έβαλαν απέσω άνδρας αρματωμένους (Τρωικά 53317
      • έκφρ. τέχνη μηχανική = ραδιουργία, δολοπλοκία:
        • (Σπαν. A 604).
  • 3) Κατασκευασμένος με επινοητικότητα, με τέχνη:
    • τα μηχανικά … πουλία εσυνερίζοντο … τα αισθητά και ζώντα (Διγ. Z 104).
  • 4)
    • α) Που αναφέρεται σε πολεμικές μηχανές, ιδ. πολιορκητικές:
      • μηχανικά σκεύη (Δούκ. 34711
      • ξύλα … μηχανικά (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 136
    • β) πολιορκητικός:
      • μηχανικάς πράξεις (Δούκ. 42322).
  • Το αρσ. ως ουσ. = εφευρέτης ή κατασκευαστής μηχανών ή γενικ. τεχνικών έργων:
    • (Έκθ. χρον. 7212).
  • Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = η πολιορκητική τέχνη· τρόποι και μέσα πολιορκίας:
    • επιτήδειος ων περί τα μηχανικά πάσαν μηχανήν κατά της πόλεως του Δυρραχίου εκίνησε (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 283).

[αρχ. επίθ. μηχανικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηχανικός -ή -ό [mixanikós] Ε1 : I1. που έχει σχέση με τη μηχανή. α. που γίνεται με μηχανή: Mηχανική καλλιέργεια. β. που αφορά ορισμένη μηχα νή: Tο τρένο σταμάτησε από μηχανική βλάβη. γ. που αποτελείται από μηχανές: Mηχανικά μέσα. Ο ~ εξοπλισμός ενός εργοστασίου. δ. που λειτουργεί με μηχανή. 2. (ως ουσ.) το μηχανικό, το όπλο του στρατού που ασχολείται με την κατασκευή και τη συντήρηση τεχνικών έργων: Στρατιώτης που υπηρετεί στο μηχανικό. 3. (μτφ.) που γίνεται από τον άνθρωπο χωρίς την παρέμβαση της σκέψης ή της θέλησής του: Mηχανική δουλειά. Mηχανικές κινήσεις. Mηχανική απομνημόνευση / μνήμη, που στηρίζεται στην τυπική, στην εξωτερική συσχέτιση των πραγμάτων. II. που έχει σχέση με τη μηχανική, με την κίνηση των σωμάτων: Mηχανική ερμηνεία του σύμπαντος. Mηχανική ενέργεια. Mηχανικό έργο / ισοδύναμο. Οι ερεθισμοί που διεγείρουν το αισθητήριο της ακοής είναι αποκλειστικά μηχανικοί. μηχανικά ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. I3: Δουλειά που επαναλαμβάνεται ~.

[λόγ.: I1: αρχ. μηχανικός· Ι3, ΙΙ: σημδ. γαλλ. machi nal & αγγλ. mechanical· I2: σημδ. αγγλ. (corps of) engineers]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηχανικού η [mixanikú] Ο37 : (προφ.) γυναίκα που χειρίζεται ορισμένο μηχάνημα και ιδίως ραπτομηχανή: Zητούνται μηχανικούδες για εργαστήριο γυναικείων ενδυμάτων.

[μηχανικ(ός) -ού]

[Λεξικό Κριαρά]
μηχανικώς, επίρρ.
  • 1) Με μηχανικά μέσα:
    • διακρατήσαι ακρόπολιν μηχανικώς (Αξαγ., Κάρολ. Έ 436).
  • 2) Με πονηριά, με δόλο:
    • (Προδρ. IV 536). [μτγν. επίρρ. μηχανικώς. Λ. ‑ά σήμ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηχανισμός ο [mixanizmós] Ο17 : 1. συνδυασμός εξαρτημάτων ενός μηχανήματος και ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν: Ο ~ των φρένων / της συρόμενης πόρτας. Aνοίγει το ρολόι για να μελετήσει το μηχανι σμό του. Aπλός / σύνθετος / πολύπλοκος ~. 2. (μτφ.) οργανωμένο σύνολο προσώπων, μέσων κτλ. που λειτουργεί όπως ένα μηχάνημα για την επίτευξη ορισμένου σκοπού: Ο κρατικός ~. Ο ~ ενός υπουργείου. H καταπολέμηση της γραφειοκρατίας προσκρούει σε μηχανισμούς που αυτή έχει δημιουργήσει.

[λόγ. μηχαν(ή) -ισμός μτφρδ. γαλλ. mécanisme (mécanique = μηχανική) & αγγλ. machinery < machine (δες ουσ. μηχανικός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηχανιστικός -ή -ό [mixanistikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τη θεωρία της μηχανοκρατίας: ~ υλισμός. Mηχανιστική ερμηνεία ψυχικών / κοινωνικών φαινομένων. 2. που γίνεται με τρόπο μηχανικό και τυπικό χωρίς να παίρνει υπόψη τις επί μέρους ιδιαιτερότητες: Ο νέος θεσμός απέτυχε, γιατί ήταν μια μηχανιστική μεταφορά ξένων προτύπων στη χώρα μας.

[λόγ. μηχαν(ή) -ιστικός μτφρδ. γαλλ. mécaniste, mécanistique]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες