Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μητρόπολις
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μητρόπολις ‑η η.
  • 1) Πρωτεύουσα χώρας, πολιτιστικό ή θρησκευτικό κέντρο, μεγαλούπολη:
    • (Ριμ. Βελ. ρ 120
    • την νέαν Αλεξάνδρειαν …, μητρόπολιν υπάρχουσαν πάσης της οικουμένης (Βίος Αλ. 1525· Μαχ. 64216).
  • 2) (Εκκλ.) έδρα μητροπολίτη, περιφέρεια όπου εκτείνεται η δικαιοδοσία του:
    • πού είναι η Ανατολή εις την οποίαν ήσαν τόσες επισκοπές και τόσες μητρόπολες (Ροδινός 149).
  • 3) (Εκκλ.) μητροπολιτικός, καθεδρικός ναός:
    • έκαμαν (ενν. δέησες) εις την μητρόπολην όλοι οι ιερείς μαζί (Συναδ. φ. 85r).

[αρχ. ουσ. μητρόπολις. Η λ. (‑η) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go