Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μητροσκόπιο το [mitroskópio] Ο40 : το ειδικό όργανο με το οποίο γίνεται η μητροσκόπηση.
[λόγ. < γαλλ. métroscope < métro- = μητρο- 2 + -scope = -σκόπιον]



