Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μητροσκόπηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μητροσκόπηση η [mitroskópisi] Ο33 : ιατρική εξέταση του τραχήλου της μήτρας με ειδικό όργανο.

[λόγ. < γαλλ. métroscopie < métro- = μητρο- 2 + -scopie = -σκόπη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες