Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μητροπολίτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μητροπολίτης ο [mitropolítis] Ο10 : το αξίωμα του επισκόπου, ο οποίος είναι επικεφαλής μιας μητρόπολης.

[ελνστ. μητροπολίτης]

[Λεξικό Κριαρά]
μητροπολίτης ο.
  • Μητροπολίτης:
    • δοκανίκια γλυπτά …, κρατούν τα οι επίσκοποι και οι μητροπολίται (Διήγ. παιδ. 918
    • Του μητροπολίτη της Πατρού μετά τους κανονίκους (Χρον. Μορ. H 1955).

[μτγν. ουσ. μητροπολίτης. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες