Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μηρυκασμός ο [mirikazmós] Ο17 : 1. (βιολ.) η φυσιολογική λειτουργία ορισμένων θηλαστικών κατά την οποία αυτά επαναφέρουν την τροφή από το στομάχι στη στοματική κοιλότητα και τη μασούν καλά πριν να την καταπιούν. 2. (μτφ.) επανάληψη ίδιων λόγων.
[λόγ. μηρυκασ- (μηρυκάζω) -μός (πρβ. ελνστ. μηρυκισμός)]



