Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μηνιγγικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηνιγγικός -ή -ό [miningikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στα μηνίγγια.

[λόγ. μηνιγγ- (δες μήνιγγα) -ικός μτφρδ. γαλλ. méningé < méninge (< υστλατ. meninga < αρχ. μῆνιγξ, αιτ. -ιγγα)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go