Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μηνιάτικος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηνιάτικος -η -ο [minátikos] Ε5 : μηνιαίος. || (ως ουσ.) το μηνιάτικο, το χρηματικό ποσό, ιδίως για μισθό ή ενοίκιο, που αντιστοιχεί σε ένα μήνα: Tο μηνιάτικο δεν του φτάνει ούτε για δέκα μέρες. Tου κάνουν έξωση, γιατί χρωστάει δύο μηνιάτικα.

[μσν. *μηνιατ(ικός) -ικος (πρβ. μσν. μηνιατικόν `είδος φόρου΄), μσν. *μηνιατικός: < *μηνιάτ(ης) `που δουλεύει με το μήνα΄ -ικός, *μηνιάτης: < μήν(ας) -ιάτης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go