Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηναιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μηναιάζω· μηνιάζω.
  • Πληρώνω κάπ. για ένα μήνα· προσλαμβάνω κάπ. για ένα μήνα ή χρόνο:
    • Δώδεκα μόδια μηναιάζουν με (Προδρ. II 26 χφ H κριτ. υπ.
    • ήτον μηνιασμένος και είχεν μηνίον ονομίσματα ώ τον χρόνον (Μαχ. 7231).

[<ουσ. μηναίον + κατάλ. ‑άζω. Ο τ. και σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες