Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηνίγγι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηνίγγι το [miníngi] & μηλίγγι το [milíngi] Ο44 : 1. το τμήμα του ανθρώπινου προσώπου που βρίσκεται ανάμεσα στο μάτι και στο άνω τμήμα του αυτιού· κρόταφος: Aριστερό / δεξί ~. 2. μήνιγγα.

[ελνστ. μηνίγγιον (υποκορ. του αρχ. μῆνιγξ = μήνιγγα)· μσν. μηλίγγι < *μηνίγγι με αφομ. [m-n > m-l] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηνιγγικός -ή -ό [miningikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στα μηνίγγια.

[λόγ. μηνιγγ- (δες μήνιγγα) -ικός μτφρδ. γαλλ. méningé < méninge (< υστλατ. meninga < αρχ. μῆνιγξ, αιτ. -ιγγα)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηνιγγίτιδα η [miningítiδa] Ο28 : οξεία ή χρόνια φλεγμονή των μηνίγγων: Φυματιώδης ~.

[λόγ. < γαλλ. méningite < méning(e) (δες στο μηνιγγικός) -ite = -ίτις > -ίτιδα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηνιγγιτικός -ή -ό [miningitikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη μηνιγγίτιδα.

[λόγ. < γαλλ. méningitique < méningite = μηνιγγίτ(ις) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες