Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μηλόκρανος, επίθ.
-
— Βλ. και μελίκρανος, μελίκρατος, μηνόκρανος.
- ?:
- άνδρα … μηλόκρανον, μίλοχρον (Χρησμ. (Βέης) 124 (έκδ. μι‑)).
[πιθ. <επίθ. μηνόκρανος]
- ?: