Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηλόκερως
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μηλόκερως, επίθ.· μηλοκέρως.
  • (Επίθ. του θεού Άμμωνος) που έχει κέρατα προβάτου:
    • (Βίος Αλ. 1261).

[μτγν.(;) επίθ. μηλόκερως (Ψευδο-Καλλισθένης, L‑S Suppl.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες