Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μηλωτή
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηλωτή η [milotí] Ο29 : (λόγ.) η προβιά.

[λόγ. < ελνστ. μηλωτή]

[Λεξικό Κριαρά]
μηλωτή η.
  • Προβιά:
    • (Ψευδο-Σφρ. 30838).

[αρχ. ουσ. μηλωτή. Τ. μελούτη, κ.ά. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. κρητ. και λόγ. (Κριαρ., ΛΚΝ)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go